Καπέτοιο

Καπέτοιο
Κάπετος
ditch
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καπέτοιο — κάπετος ditch fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπετος — κάπετος, ἡ (Α) 1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.) 2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.) 3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού 4. σπαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή τού αρκτικού σ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”